- ἀσφυγμία
- ἀσφυ-γμία, ἡ, =A pulsus defectio, opp. ἀσφυξία, Cael.Aur.CP1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασφυγμία — η (Α ἀσφυγμία) [σφυγμός < σφύζω] η έλλειψη σφυγμού σ ένα περιφερειακό αγγείο του σώματος … Dictionary of Greek